- τέρμινο
- το, Ν1. απροσδιόριστη μονάδα χρόνου, όπως ημέρα, εβδομάδα, μήνας και, κυρίως, έτος2. φρ. «σε τρία τέρμινα» — σε άδηλο χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. terminus < termen, -inis «τέρμα» (βλ. και λ. τέρμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τέρμινο — τέρμινο, το και τέρμενο, το (λ. λατ.), μονάδα χρόνου (ημέρα, εβδομάδα, μήνας, έτος): Σε τρία τέρμινα θα παντρευτείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)